- μετεμπίπτω
- μετεμπίπτω (Α)μεταπίπτω σε νέα θέση.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + ἐμ-πίπτω «πέφτω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μετέμπτωσις — μετέμπτωσις, ἡ (Α) [μετεμπίπτω] μετάπτωση σε νέα κατάσταση … Dictionary of Greek
πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… … Dictionary of Greek